τεφτεριάτικος

τεφτεριάτικος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τεφτέρια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τεφτεριάτικα
λογαριασμοί που γράφονται σε τεφτέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεφτέρι + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μην -ιάτικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”